- λατικλάβιος
- ο (Α λατικλάβιος) στον πληθ. οι λατικλάβιοιοι συγκλητικοί και οι πατρίκιοι, που αποτελούσαν την ανώτερη κοινωνική τάξη τών Ρωμαίων και έφεραν χιτώνες με πλατιές παρυφές, σε αντιδιαστολή προς τους αγγουστικλαβίους, τους ιππείς.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. laticlavius < λατ. latus clavus «χιτώνας με πλατιές παρυφές»].
Dictionary of Greek. 2013.